- ὑστερικαί
- ὑστερικόςsuffering in the wombfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θλίψη — και χλίψη, η (ΑΜ θλῑψις) [θλίβω] 1. πίεση, συμπίεση, σύνθλιψη, ζούλημα 2. λύπη, οδύνη, ψυχικός πόνος, στενοχώρια νεοελλ. 1. στείψιμο, ξεζούμισμα 2. φυσ. μηχανική καταπόνηση, που υποβάλλει ένα υλικό σε αυξημένη πίεση και, συνεπώς, προκαλεί μείωση… … Dictionary of Greek